Πότε σκέφτηκε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να γίνει ηθοποιός:
«Οι πρώτες ιδέες μου μπήκαν όταν στα 18 μου χρόνια άρχισα να κάνω γυρίσματα σε βιντεοκλίπ για το τραγούδι. Όταν βρέθηκα μπροστά στην κάμερα και κατάλαβα τι σημαίνει γύρισμα (…), τότε είπα "μου αρέσει αυτό το πράγμα, θα ήθελα να το κάνω". Τότε άρχισα να μαγεύομαι. Τότε συνειδητοποίησα ότι θέλω να το κάνω και ότι σίγουρα κάποια στιγμή θα το έκανα. Ήταν σαν να έγινε ξαφνικά η αποκάλυψη μπροστά μου, σαν να άνοιξε ένα παραβάν και είπα: "Μάλιστα, εδώ είμαστε"».
Οι πρώτες κινήσεις που ο ίδιος έκανε όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την ηθοποιία:
Όταν κάποια στιγμή έγινε ξεκάθαρο στα μάτια μου ότι ο κινηματογράφος θα είναι το επόμενο βήμα, πήγα στο Λος Άντζελες και βρήκα τον Χάουαρντ Φάιν, έναν εξαιρετικό δάσκαλο που έχει βοηθήσει παλιούς γνωστούς ηθοποιούς. Ήμουν νομίζω τυχερός να πέσω κατευθείαν σε αυτόν τον άνθρωπο. Μάλιστα, μου έκανε οντισιόν για να με δεχθεί και όταν με είδε συμφώνησε να δουλέψουμε. (…) Ήξερα ότι μέσα μου το έχω, αλλά το να το έχεις μέσα σου και να μην ξέρεις πώς να το διαχειριστείς δεν σημαίνει τίποτα. Ξεκίνησα λοιπόν να παρακολουθώ μαθήματα με τον Φάιν με συνεχόμενα ταξίδια στην Αμερική και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Φάιν παραμένει δάσκαλός μου ως και σήμερα».
Αν φοβήθηκε να τσαλακώσει την εικόνα του, στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα, το «Alter Ego»:
«Όχι, δεν το φοβόμουν. Αλλά είχα συνηθίσει αλλιώς. Είχα μάθει ότι αυτό που οφείλω να κάνω μέσα από τη δουλειά μου, το τραγούδι, είναι να προσέχω την εικόνα μου. Και έτσι επέτρεψα στον εαυτό μου να αλλάξει. Νομίζω ότι στο «Alter Ego» είδαμε πρώτη φορά τον Σάκη αξύριστο, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, ταλαιπωρημένο, με ένα μαλλί που δεν τον κολάκευε. Αλλά στο τέλος της ημέρας, ποιος χέστηκε για το μαλλί; Δεν με ενδιέφερε αυτό».
Για την πρώτη του χολιγουντιανή ταινία με τίτλο «Στα Άκρα», η οποία θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 3 Δεκεμβρίου:
«Στην Αμερική, τέσσερα χρόνια που πηγαινοερχόμουν, γνώρισα ανθρώπους, απέκτησα έναν μάνατζερ, έναν άνθρωπο που με βοήθησε στα οικονομικά, ένα επιτελείο ανθρώπων με κάποιους στόχους για το επόμενο βήμα μας. Διαβάζαμε σενάρια, οπότε ήρθε αυτό το σενάριο με την πρόταση του Άμπνερ. (…) Όταν ξαναδιάβασα το σενάριο μαζί με τον Φάιν, εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που ήθελα οπωσδήποτε να το κάνω. Πολύ δύσκολο εγχείρημα από τη μία, με τεράστιο ενδιαφέρον από την άλλη».
Πόσο εφικτό είναι για τον ίδιο να κυκλοφορεί κανονικά, ανάμεσα στον κόσμο; «Ε, δεν θα πάω βέβαια στο 6ο Δημοτικό της γειτονιάς. Αλλά αν θελήσω να φάω σε ένα εστιατόριο ή να διασκεδάσω, μπορώ. Τώρα, το ότι θα γυρίσουν και θα με κοιτάξουν ή θα ασχολούνται μαζί μου την ώρα που τρώω για να δουν πώς έκοψα την μπριζόλα ή πώς κατάπια την μπουκιά, είναι ένα τίμημα που σαφώς υπάρχει. Αλλά είναι και φυσιολογικό. Αν όμως έχω ένα συνομιλητή, όπως είμαστε εμείς τώρα, και δεν με ενδιαφέρει τι μου λέει, αλλά το πώς με κοιτάζει η κυρία απέναντι με το κανίς που προσπαθεί να βγάλει καμιά φωτογραφία με το κινητό για να τη δείξει στην κόρη της, τότε προφανώς δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον αυτό που μου λέει ο συνομιλητής μου».